- ζευγαρωτά
- επίρρ. попарно, парами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευγαρωτός — ή, ό [ζευγαρώνω] 1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό το ζευγάρι. επίρρ... ζευγαρωτά ανά δύο … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek
ζυγά — τα τα ζύγια, τα σταθμά. επίρρ... ζυγά ζυγά ζευγαρωτά, δυο δυο, κατά ζεύγη … Dictionary of Greek
ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] … Dictionary of Greek
ζυγηδόν — (Α ζυγηδόν) επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά νεοελλ. ως γυμναστικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 … Dictionary of Greek
αναιρέτες — (anaeretae).Γένος στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των σπιζιδών. Το σώμα τους είναι ευκίνητο, το ράμφος αρκετά πλατύ, τα πόδια λεπτά, ενώ στο κεφάλι διαθέτουν λοφίο. Ζουν ζευγαρωτά στη Νότια Αμερική και κυρίως στη Χιλή, το Περού και τη… … Dictionary of Greek
άσαρο — (asarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιδών, ιθαγενών των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φύλλα του ά. βγαίνουν ζευγαρωτά από έναν κύριο άξονα, έχουν μεγάλο μίσχο και το σχήμα τους είναι καρδιοειδές ή… … Dictionary of Greek
Δανελάκης, Θωμάς — (Ζάκυνθος 1775 – 1828). Ποιητής. Το ποιητικό του έργο συνοψίζεται σε σατιρικούς και λυρικούς στίχους. Το 1797, όταν καταλύθηκε η κυριαρχία των Βενετών στη Ζάκυνθο, ο Δ. διασκεύασε στην ελληνική τη Μασσαλιώτιδα και μετά την Επανάσταση έγραψε έναν… … Dictionary of Greek
ευρυπυγίδες — Οικογένεια γερανομόρφων πτηνών με μήκος περίπου 45 εκ. Το φτέρωμά τους είναι μαλακό και πυκνό, με σχέδια που σχηματίζονται από κηλίδες άσπρου, γκρίζου, μαύρου και καστανού χρώματος. Ζουν μόνα ή ζευγαρωτά, στα σκιερά ελώδη δάση και στις όχθες… … Dictionary of Greek